- στέρνοις
- στέρνονbreastneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πήχυς — εως, ο / πῆχυς, εως και εος, ΝΜΑ, και πήχη, η, ΝΜ, και πήχης, ο, και πήχυ ή πήχι, ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α το αντιβράχιο, το τμήμα τού χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική άρθρωση νεοελλ. αρχ. ο… … Dictionary of Greek
προεισοικίζομαι — Α 1. εισάγω στην οικία προηγουμένως («Ἰακὼβ τὴν Λείαν προεισοικισάμενο», Κύριλλ.) 2. αφομοιώνω κάτι («ἅς [ἀρετὰς] ἀναγκαῑον μὲν προεισοικίσασθαι καὶ ἐν στέρνοις ἔχειν», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰσοικίζω «εισάγω ως κάτοικο, εξοικειώνω»] … Dictionary of Greek
στέρνο — το / στέρνον, ΝΜΑ 1. το πρόσθιο μέρος τού θώρακα, το στήθος («παίει κατὰ τὸ στέρνον καὶ τιτρώσκει διὰ τοῡ θώρακος», Ξεν.) 2. πλατύ επίμηκες και μονοφυές οστό που καταλαμβάνει τη μεσότητα τής εμπρόσθιας μοίρας τού θώρακα και με το οποίο… … Dictionary of Greek